Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

ΘΡΗΣΚΕΙΑ Σύμπτωμα Οικουμενικής Διανοητικής Διαταραχής;

 Γύρω στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., μέσα σ’ ένα ωκεανό δουλοκτητικών θεοκρατικών καθεστώτων που αντλούσαν τη νομιμοποίησή τους από την αναφορά τους σε κάποια υπερβατική δύναμη, στην Αθήνα, μια πόλη στο βραχώδες νοτιανατολικό άκρο της Ευρώπης, πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας μια ριζική ρήξη από την οποία αναδύθηκε η εκπληκτική ιστορική δημιουργία μιας πολιτικής κοινότητας που αντλούσε τη νομιμοποίησή της από τον ίδιο τον εαυτό της.
• Πυρήνας της διαδικασίας που οδήγησε σ’ αυτή τη ρήξη ήταν η αμφισβήτηση.
• Απαρχή της υπήρξε η νομοθεσία του Σόλωνα (592/1 π.Χ.).
• Αποφασιστική της στιγμή ήταν οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη (508/6 π.Χ.).
• Τελικό της αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία «μιας πραγματικά πολιτικής κοινότητας, με την έννοια μιας κοινωνίας που τα μέλη της θέλουν να επωμιστούν και αναλαμβάνουν την ευθύνη της ρύθμισης των κοινωνικών τους σχέσεων, αντλώντας τη νομιμοποίησή τους από τον ίδιο τους τον εαυτό» (Κ. Καστοριάδης, Αρχαία Ελληνική Δημοκρατία), που στο κέντρο της βρίσκεται η ελεύθερη πόλις, ο πολίτης και ο δήμος.
Η αμφισβήτηση των νόμων ξεκινάει με την ερώτηση «Ποιός άρχει;». Αυτό οδηγεί στην κοινωνική πάλη εναντίον της αριστοκρατίας και έχει ως αποτέλεσμα τη δημοκρατία και τη φιλοσοφία (με πρώτους τον Θαλή και τον Αναξίμανδρο).
Η αμφισβήτηση είναι η κοινή ρίζα της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας γύρω από τα οποία συγκροτείται ολόκληρο το διανοητικό σύμπαν που ονομάζεται ελληνο-δυτικός πολιτισμός.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι αδύνατο, αδιανόητο (και ανόητο) κάθε ιδεολόγημα που έχει σχέση με τον «μεσσιανισμό» ή τους «ιστορικούς νόμους» που «εγγυώνται» μια ιδανική κοινωνία.
Συνεπώς, κάθε προσπάθεια να προβληθεί η λογική αυτού του ανθρωποκεντρικού σύμπαντος ως «προάγγελος» της ανορθόλογης θεοκεντρικής σύλληψης του κόσμου και ως «προανάκρουσμα» του παραλογισμού της «θεολογίας» των «αποκαλυπτικών» θρησκειών μπορεί να εκλαμβάνεται μόνο ως σύμπτωμα διανοητικής διαταραχής ή ιδιοτέλειας.
Γιατί, απλούστατα, καμιά λογική ταχυδακτυλουργία δεν μπορεί να καταστήσει δυνατή οποιαδήποτε συσχέτιση ανάμεσα στον Επιτάφιο του Περικλή και την απολυταρχική βυζαντινή θεοκρατία που αποκλείονται αμοιβαία.
Ο Εν Εξουσία Χριστιανισμός
 Το 313,  ο  χριστιανισμός αναγορεύτηκε από την πολιτική εξουσία ως επίσημη θρησκεία μιας απολυταρχικής αυτοκρατορίας και με τη συνεργασία της κρατικής εξουσίας επιβλήθηκε στους κατακτημένους πληθυσμούς ως «ενοποιητική» ιδεολογική βάση της «νέας Ρώμης», διαμέσου ενός βίαιου και αιματηρού μαζικού προσηλυτισμού που άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της θεσμοποιημένης βαρβαρότητας.
Με το Έδικτο των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκείας (313 μ.Χ.), τερματίστηκε ο διωγμός των χριστιανών από τους «εθνικούς» και εγκαινιάστηκε ο συστηματικός διωγμός των «εθνικών» (Ελλήνων) από τους χριστιανούς. Η Εκκλησία μετασχηματίστηκε σε εγκόσμια δύναμη, «διεκδίκησε άσκηση εξουσίας και επιδόθηκε όχι μόνο στον ιδεολογικό αφανισμό της αρχαίας θρησκείας αλλά και στη φυσική εξόντωση των οπαδών της» (όπως γράφει ο E. Dewick «πρόκειται για ένα πόλεμο με πικρό τέλος»).[1]
Η επίθεση του χριστιανικού ιερατείου εναντίον της αρχαίας ελληνικής σκέψης και καλλιτεχνικής δημιουργίας ήταν η χειρότερη θεομηνία που έπληξε ποτέ τον ελληνισμό.
  Στο χριστιανικό Βυζάντιο άναψαν οι πρώτες πυρές για την μαρτυρική δολοφονία των διαφωνούντων, των πολιτικών αντιπάλων και των «αιρετικών», πολλούς αιώνες πριν η λάμψη τους φωτίσει τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα. Στον Ιππόδρομο της «βασιλεύουσας» στήθηκαν οι πρώτες φωτιές για το δημόσιο κάψιμο ολόκληρης της αρχαιοελληνικής γραμματείας (επί Θεοδοσίου Α’), πολλούς αιώνες πριν οι φλόγες τους καταυγάσουν το ναζιστικό μεσαίωνα. Στις πόλεις και την ύπαιθρο της χριστιανικής βυζαντινής αυτοκρατορίας οργανώθηκε η μαζική καταστροφή των αριστουργημάτων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και εφαρμόστηκε συστηματικά το λιντσάρισμα των «ετερόδοξων» από πλήθη αφιονισμένων χριστιανών που δρούσαν υπό την καθοδήγηση του ιερατείου.
Ο πατριάρχης της Αλεξάνδρειας Θεόφιλος 

Τυπικό παράδειγμα, ο πατριάρχης της Αλεξάνδρειας Θεόφιλος που επικεφαλής ενός ντοπαρισμένου χριστιανικού όχλου κατέστρεψε το Σαράπειο και πυρπόλησε τη βιβλιοθήκη της πόλης).
Στον ίδιο χώρο μεθοδεύτηκε η εξόντωση της ελεύθερης σκέψης:
Κύριλλος Αλεξάνδρεια  

Το 415, στην Αλεξάνδρεια, φανατικοί χριστιανοί, «με οδηγίες του επισκόπου Κύριλλου, εισβάλλουν στην κατοικία της φιλοσόφου και μαθηματικού Υπατίας, τη σέρνουν στους δρόμους, τη γδύνουν κατάσαρκα, τη διαπομπεύουν, τη βασανίζουν φριχτά, την κατακρεουργούν και ρίχνουν το πτώμα της στην πυρά».[2]
Ο επίσκοπος Γάζας, ο αρχιβάνδαλος άγιος της ορθοδοξίας, όταν κατέστρεφε το Μαρνείον –τον περίλαμπρο ναό του Διός– μεταχειρίστηκε τα μάρμαρα του άδυτου για την πλακόστρωση ενός δρόμου «για να πατούν όχι μόνο άνθρωποι αλλά και γυναίκες και γουρούνια και άλλα ζώα’έλεγε».[3]
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (4ος αιώνας), μέγας διώκτης των αλλόθρησκων και  κατεδαφιστής αρχαίων μνημείων, διακήρυττε ότι οι πιστοί της αρχαίας θρησκείας «είναι στιγματισμένοι… και άξιοι λιθοβολισμού», καθιέρωσε –πρώτος στη χριστιανική εποχή– τη «χορηγία» για τη χρηματοδότηση των βανδαλισμών».[4]
Ο άγιος Βασίλειος θριαμβολογεί: «Τα αγάλματα γκρεμίστηκαν, οι βωμοί έπεσαν, τα δαιμόνια τρέπονται εις φυγήν».
Ο μέγας Αθανάσιος αποφαίνεται: «Εκ σωρών και εκ λειψάνων και εικόνων πολλάκις δαίμονες απελαύνονται».[5]
Στην επίγεια κόλαση του χριστιανικού Βυζαντίου, που προηγήθηκε κατά δέκα αιώνες της κόλασης του Δάντη, όλες οι πιθανές κακοποιήσεις  του ανθρώπινου κορμιού που μπορεί να φανταστεί κανείς και όλοι οι δυνατοί τρόποι εξόντωσης του ανθρώπου, είναι θεσμοποιημένοι και εφαρμόσιμοι, ad majorem Dei gloriam:

«ΑποκεφαλισμόςΚάψιμο στην πυρά. Απαγχονισμός
ΣτραγγαλισμόςΚαταποντισμός (ράψιμο των καταδικασμένων σε σάκους γεμάτους φίδια και ρίξιμό τους σε ποταμό ή θάλασσα. ΛιθοβολισμόςΨήσιμο στη θράκα. Εκδορά. Θανάτωση σε βραστό νερό, λάδι ή πίσσαΑνάποδη σταύρωσηΠαλούκωμαΚάψιμο με πυρωμένα σίδερα. Φαρμάκωμα. Ευνουχισμός. Τύφλωση. Ακρωτηριασμός. Ρινοτομή. Δουλεία. Ισόβια καταναγκαστικά έργα στα μεταλλεία. Ισόβιος εγκλεισμός σε μοναστήρι».[6]
Για την εδραίωση και τη διατήρηση της επίγειας ισχύος, ο εν εξουσία χριστιανισμός και οι διαχειριστές του (απολύτως αδιάφοροι για «επουράνια σωτηρία», την οποία «μεγαλόψυχα» παραχωρούν στους οπαδούς τους) μετέφεραν στη γη την εικόνα της επουράνιας κόλασης με την οποία κατατρομοκρατούν τους αποδέκτες του μηνύματος της χριστιανικής «αγάπης».
Από οποιαδήποτε σκοπιά κι αν ερευνηθεί αντικειμενικά, η ιστορία του εν εξουσία χριστιανισμού (δυτικού και ανατολικού) συμπυκνώνεται σε έξι λέξεις: Φόνος, βασανιστήρια, λιντσάρισμα, βανδαλισμός, ραδιουργία, μισαλλοδοξία
Η Επανάκαμψη του Ορθολογισμού
Ο Διαφωτισμός ήταν ένα ευρωπαϊκό διανοητικό κίνημα που εδράζεται στη βεβαιότητα ότι η ικανότητα του λόγου αποτελεί το κύριο εργαλείο για την κατανόηση της πραγματικότητας. Προπαρασκευάστηκε από την Αναγέννηση, οι ρίζες του ανιχνεύονται στον 17ο αιώνα (κατά τον οποίο εδραιώθηκαν πολλές επιστήμες, όπως η χημεία, γεωλογία, παλαιοντολογία, ανατομία, ιστολογία, εμβρυολογία, κ.α.) και η ανάπτυξή του σημειώνεται στα μέσα του 18ου αιώνα.
Οι οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές αλλαγές που συντελούνταν κατά την επαναστατική άνοδο της αστικής τάξης (μιας διαδικασίας που σφραγίστηκε με τη νίκη της αστικής επανάστασης στις Κάτω Χώρες, την Αγγλία και την Γαλλία κατά τον 16ο, 17ο και 18ο αιώνα, αντιστοίχως, και ολοκληρώθηκε με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας) συνοδεύονταν από μια σειρά βαθιών ανατροπών στον χώρο της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης.
Το αναγκαστικό ενδιαφέρον για την εξυπηρέτηση της βιομηχανίας, της ναυσιπλοΐας, κλπ., έδωσε ώθηση στη συστηματική μελέτη της Φύσης και την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνικής και προκάλεσε αλλαγές που δεν άφησαν ανεπηρέαστο κανένα τομέα του επιστητού.
Σ’ αυτό το πλαίσιο διαμορφώθηκε ο Διαφωτισμός, ως διανοητικό κίνημα που:
• Eίχε έντονα ανθρωπιστικό περιεχόμενο.
• Eκφράστηκε, κυρίως, με την ιστορική συνεισφορά των Μοντεσκιέ, Ντεκάρτ, Σπινόζα, Λάϊμπντς, Βολτέρου, Ντιντερό, Ντ' Αλαμπέρ, Ρουσώ, Χόλμπαχ,κ.ά.
• Eίχε ως πυρήνα του τον ορθολογισμό και την πίστη στην πρόοδο.
• Aξίωνε αλλαγές σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δράσης (στους πολιτικοκοινωνικούς θεσμούς, την οικονομία, την εκπαίδευση και τη θρησκεία), και
• Yπερασπιζόταν την ατομική ελευθερία ενάντια στην τυραννική διακυβέρνηση και την καταπίεση που ασκούσε η Εκκλησία.
Ο Διαφωτισμός, όντας άρρηκτα δεμένος με την διαδικασία της επαναστατικής ανόδου της αστικής τάξης (που ήταν ο βασικός φορέας των νέων ιδεών και, μέχρι εκείνη την εποχή, παρέμενε αποκλεισμένη από το σύστημα της απολυταρχίας), θα εξαντλήσει τα όρια του μαζί με την εξάλειψη των κοινωνικών αιτιών στα οποία όφειλε την ύπαρξη του.
Η αστική τάξη μετά την κατάκτηση της εξουσίας πέρασε στη φάση της οργάνωσης και της παγίωσης της: Ανάμεσα στους τρεις μεγάλους σταθμούς της αστικής επανάστασης[7] και στον πόλεμο Γαλλίας-Πρωσίας (1870-1), σημειώνεται μια γενική αναδίπλωση της αστικής τάξης σε πανευρωπαϊκή κλίμακα που στοχεύει στην διασφάλιση και την οριστικοποίηση της κατοχής της εξουσίας. Πρόκειται για μια περίοδο συντήρησης που σημαδεύεται από μια γενική και πολύμορφη απόπειρα εγκλωβισμού κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα στα όρια που επιβάλλει το συμφέρον της νέας τάξης πραγμάτων προκειμένου να εξασφαλιστεί η αέναη υπεράσπιση, εδραίωση και αναπαραγωγή της.
Η εξάντληση των επαναστατικών δυνατοτήτων και προοπτικών της αστικής τάξης θα δώσει λαβή στη συντηρητική αναδίπλωση της. Από δω και πέρα η αστική τάξη θα υπάρχει και θα δρα όχι ως τάξη εν επαναστάσει αλλά ως τάξη εν εξουσία. Και ως τέτοια, θα προσπαθήσει να επιβάλλει στην οργάνωση της συνολικής κοινωνικής ζωής ένα προσανατολισμό που θα εξυπηρετεί αυτή τη νέα πραγματικότητα. Και σ’ αυτό το πλαίσιο, συγκροτείται η νέα συμμαχία της κοσμικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας, πράγμα που ανέδειξε το τρίπτυχο «έμπορος, στρατιώτης, παπάς» σε κορυφαίο σύμβολο της καπιταλιστικής επέκτασης.
 …………………………………………………………………
■ H επάνοδος και η μαζική αποδοχή των πιο ακραίων, δημαγωγικών και επιθετικών παραφυάδων του χριστιανισμού, του ριζοσπαστικού ισλαμισμού και του ορθόδοξου ιουδαϊσμού, που αποδεικνύει απλώς ότι ο 20ος αιώνας που προβάλλεται αυτάρεσκα ως «εποχή της λογικής» δεν είναι παρά μια εποχή βαθύτατου σκοταδισμού.
Η θρησκεία είναι μια πανάρχαια συλλογική έκφραση της οικουμενικής διανοητικής διαταραχής που συνοδεύει το ανθρώπινο είδος σ' όλη την ιστορική του διαδρομή, που έχει ως πυρηνικό της στοιχείο την ολοκληρωτική υποταγή.[8]
Όπως θέτει το ζήτημα ο Ρίτσαρντ Ντόκινς (που, προσφάτως, ψηφίστηκε από το περιοδικό Prospect ως ένας από τους τρεις κορυφαίους διανοούμενους της εποχής μας, μαζί με τους Νόαμ Τσόμσκι και Ουμπέρτο Έκο):
• Επίκεντρο της θρησκευτικής μυθολογίας είναι ο θεός: Ο θεός των αποκαλυπτικών θρησκειών (και ιδιαίτερα ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης)  που είναι «μισογύνης, ομοφοβικός, ρατσιστής, βρεφοκτόνος, γενοκτόνος, εκδικητικός, τεκνοκτόνος, μεγαλομανής, σαδομαζοχιστής, ένας κακεντρεχής τύραννος».
• Οι προβαλλόμενες βασικές λειτουργίες της είναι ψυχο-φαρμακολογικές (ψυχο-ανακουφιστικές): «Eχουν αναφερθεί τέσσερις βασικές λειτουργίες τις οποίες εκπληρώνει η θρησκεία: εξήγησηπαραίνεσηπαρηγοριά και έμπνευση. Καμιά από αυτές τις λειτουργίες δεν έχει ποτέ τεκμηριωθεί».
• Αποτέλεσμά της είναι οι διαρκείς συγκρούσεις: «Η θρησκεία προκαλεί πολέμους, ενισχύει τη μισαλλοδοξία και ασκεί κακή επιρροή στα παιδιά, τα οποία είναι ‘‘προγραμματισμένα’’ να πιστεύουν αυτά που τους λένε οι γονείς τους».
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, η ανθρωπότητα διακατεχόμενη από την αυταπάτη ότι είχε μπει οριστικά στο «βασίλειο της λογικής» δεν ήταν επιρρεπής σε ανορθόλογες διαφυγές και συνεπώς, η θρησκεία δεν αποτελούσε πρόσφορη καταφυγή.
Αλλά στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, ανατράπηκαν αυτές οι αυταπάτες και επετράπηκε στο ανορθόλογο να εισβάλει στο προσκήνιο, με την πιο γνήσια μορφή του, τη θρησκευτική. 
Σημεία των καιρών η θριαμβευτική επάνοδος της θρησκείας στο προσκήνιο, η μαζική στροφή στο παράλογο μιας ανθρωπότητας που ξαναγυρνάει στο Μεσαίωνα, αποποιούμενη τις ευθύνες της για την εποχή του Διαφωτισμού που αποτέλεσε μια από τις ελάχιστες φωτεινές σελίδες στη σκοτεινή ιστορία της.
Η επάνοδος και η μαζική αποδοχή των πιο ακραίων, δημαγωγικών και επιθετικών παραφυάδων του χριστιανικού, ισλαμικού και ιουδαϊκού φονταμελισμού (ορθόδοξος ιουδαϊσμός), αποδεικνύει απλώς ότι η θρησκεία ήταν και παραμένει το βασικότερο σύμπτωμα της οικουμενικής διανοητικής διαταραχής που συνοδεύει το ανθρώπινο είδος σ' όλη την ιστορική  του διαδρομή, ότι ο ορθολογισμός ήταν και παραμένει μια ασήμαντη βαλβίδα προστασίας απέναντι στην εγγενή σχιζοφρένεια του ανθρώπινου είδουςκαι ότι ο 20ος αιώνας που προβάλλεται αυτάρεσκα ως «εποχή της λογικής», δεν είναι παρά μια εποχή βαθύτατου σκοταδισμού. 
Η Ψυχοπαθολογία της Φανατικής Πίστης
Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που μπορεί να πει «εγώ» (δηλαδή είναι το μοναδική όν που έχει επίγνωση του εαυτού του και συνείδηση του γεγονότος ότι αποτελεί μια μοναδική και ανεπανάληπτη οντότητα). Παράλληλα είναι και το μοναδικό ζώο που ξέρει ότι θα πεθάνει.
Όντας λοιπόν σε υπαρξιακή αδυναμία να αποδεχθεί την αναπότρεπτη βιολογική αναγκαιότητα του θανάτου της μοναδικής και ανεπανάληπτης οντότητάς του, είναι επιρρεπής στην αποδοχή οποιονδήποτε ιδεολογικών κατασκευασμάτων που προσφέρουν τη δυνατότητα της επέκτασης της ύπαρξής του σε κάποιο ασαφές «επέκεινα».
Κι εδώ παρεμβαίνει η μεταφυσική και η θρησκεία, εν είδει ανακουφιστικού ψυχοφάρμακου, που όπως όλα τα ψυχοφάρμακα έχουν άπειρες παρενέργειες και, κατά κανόνα, αποδεικνύονται χειρότερα από την αρρώστια.
Η θρησκεία είναι ένα συλλογικό ψυχοφάρμακο που εφευρέθηκε για να υποβαθμιστεί η αγωνία του θανάτου που ταλανίζει τον άνθρωπο, ο οποίος, λόγω της νευροφυσιολογικής του δομής, είναι καταδικασμένος να υφίσταται τις συνέπειες της αντίφασης ανάμεσα στο ότι είναι το μόνο ον που έχει συνείδηση του θανάτου του και  την ασυνείδητη αδυναμία του να αποδεχτεί το πεπερασμένο της ύπαρξής του.
Σ’ αυτό το πλαίσιο διαμορφώνεται τόσο η πίστη όσο και ο ρόλος που επιφυλάσσει κάθε εκκλησία στους πιστούς της που έχει ως βάση του την τυφλή υποταγή στο «αλάνθαστο» της ηγετικής ομάδας που κατέχει κάθε φορά τη θρησκευτική εξουσία: Η εκκλησία διαχειρίζεται την πίστη και προσφέρει τη θρησκεία ως ψυχοφάρμακο με αντάλλαγμα την τυφλή υπακοή του πιστού. 

  Κλεάνθης Γρίβας
Η επάνοδος και η μαζική αποδοχή των πιο ακραίων, δημαγωγικών και επιθετικών παραφυάδων του χριστιανισμού, του ριζοσπαστικού ισλαμισμού και του ορθόδοξου ιουδαϊσμού, αποδεικνύει απλώς ότι ο 20ος αιώνας, που προβάλλεται αυτάρεσκα ως «Εποχή της Λογικής», δεν είναι παρά μια εποχή βαθύτατου σκοταδισμού.


[1] Κ. Σιμόπουλος: Η λεηλασία και η καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων(1993), σ. 126
[2] Κ. Σιμόπουλος: Λεηλασία και καταστροφή… (1993), σ. 127.
[3] Μάρκος ο Διάκονος, Ο βίος του αγίου Πορφυρίου, σ. 6 (στο Κ. Σιμόπουλος,Λεηλασία και καταστροφή… σ. 142)
[4] Κ. Σιμόπουλος, ο.π., σ. 142.
[5] Κ. Σιμόπουλος, ο.π., σ. 143.
[6] Κ. Σιμόπουλος: Βασανιστήρια και Εξουσία.
[7] Στις Κάτω Χώρες, την Αγγλία και την Γαλλία κατά τον 16ο, 17ο και 18ο αιώνα, αντιστοίχως.

[8] Βλ. παρ. «Το ψυχοδιανοητικό σύμπαν του φανατικού πιστού».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου