Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Δρ. Richard Carrier: Στο μέλλον τα Ευαγγέλια θα αντιμετωπίζονται ως μύθοι

Ποια είναι τα βασικά επιχειρήματα για την ιστορικότητα του Ιησού; Πώς θα αντιμετωπίζονται στο μέλλον οι ιστορίες των Ευαγγελίων; Ποια είναι η βάση του μυθικιστικού κινήματος και πού τεκμηριώνεται; Ο Δρ. Richard Carrier, απαντά 


Ο Δρ. Richard Carrier είναι ένας από τους νεότερους και περισσότερο δραστήριους εκπροσώπους του µυθικιστικού κινήµατος.

Ο ίδιος ερευνά ενδελεχώς τις ρίζες του Χριστιανισµού και αµφισβητεί την ιστορικότητα του Ιησού, δηµοσιεύοντας τα τελευταία χρόνια µια σειρά από βιβλία και εργασίες σε ακαδηµαϊκά έντυπα.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο mythikismos.gr και στον Μηνά Παπαγεωργίου, αναφέρεται στα debates που αφορούν την ιστορικότητα του Ιησού, στην προέλευση του χριστιανικού µύθου, στο περιεχόµενο του νέου του βιβλίου και στο μέλλον της µυθικιστικής έρευνας. Η συνέντευξη αναδημοσιεύεται στο NEWS 247 κατόπιν σχετικής άδειας των Ελλήνων Μυθικιστών.
Σημείωση: Το κείµενο αποτελεί µέρος της συνέντευξης του Richard Carrier στον Μηνά Παπαγεωργίου. Ολόκληρο το κείμενο της συζήτησής τους βρίσκεται δημοσιευμένο στη µελέτη – δηµοσιογραφική έρευνα του τελευταίου µε τίτλο «Το πρόβληµα της ιστορικότητας του Ιησού: Το ρεύµα των Μυθικιστών» (εκδόσεις ∆αιδάλεος)).
Έχετε εµπλακεί σε πολλές δηµόσιες συζητήσεις σχετικά µε το ζήτηµα του ιστορικού Ιησού. Ποια είναι κατά τη γνώµη σας τα κυριότερα επιχειρήµατα που χρησιµοποιούν οι υποστηρικτές της ιστορικότητας; Από την άλλη, ποια κατά τη γνώµη σας είναι τα σηµαντικότερα «όπλα» του µυθικιστικού κινήµατος;
Αρχικά πρέπει να γίνει µια διάκριση µεταξύ των «αντεπιχειρηµάτων για τον Μυθικισµό» και των «επιχειρηµάτων για την ιστορικότητα του Ιησού». Κι αυτό διότι ο Αγνωστικισµός της ιστορικότητας του Ιησού είναι δυσκολότερο να καταρριφθεί σε σχέση µε τον Μυθικισµό.
Αν υπάρχουν καλά επιχειρήµατα για την ιστορικότητα του Ιησού, ο Μυθικισµός δεν µπορεί να σταθεί, όµως ταυτόχρονα ούτε και η ιστορικότητα µπορεί να αποδειχθεί πέραν πάσης αµφιβολίας. Θα πρέπει λοιπόν κάποιος να είναι αγνωστικιστής στο θέµα και να παραδεχτεί ότι απλά δεν γνωρίζουµε εάν ο Ιησούς υπήρχε ή όχι. Επιπλέον, δεν υπάρχει ένας «Μυθικισµός», αλλά πολλές διαφορετικές θεωρίες του Μυθικισµού, οπότε τα «αντεπιχειρήµατα» εξαρτώνται από το ποια θεωρία και ποιους ισχυρισµούς σκοπεύει κανείς να κριτικάρει. Ετσι θα απαντήσω στην ερώτηση σας από την άλλη πλευρά του ζητήµατος: Ποια είναι τα βασικά επιχειρήµατα για την ιστορικότητα του Ιησού; Το µόνο βιώσιµο επιχείρηµα για το ζήτηµα αυτό είναι ότι σε όλες τις αυθεντικές του επιστολές ο Παύλος µπορεί να αναφέρεται σε έναν Ιησού που έχει αδέλφια τα οποία συναντάει. Αυτό το επιχείρηµα τελικά καταρρίπτεται από το γεγονός ότι δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο αν ο Παύλος εννοεί κάποια βιολογικά αδέλφια του Ιησού ή απλώς βαπτισµένους χριστιανούς οι οποίοι θεωρούνταν όλοι αδέλφια του Κυρίου (ο Ιησούς ήταν «ο πρώτος ανάµεσα σε ένα πλήθος από αδέλφια» Ρωµ. 8:29). Μπορεί λοιπόν να προκύψει ένας πολύ ενδιαφέρων διάλογος σχετικά µε το ποια είναι η ορθότερη λογική ερµηνεία αυτών των αναφορών του Παύλου στους «αδελφούς του Ιησού». Ολα τα υπόλοιπα επιχειρήµατα για την ιστορικότητα του ιδρυτή του Χριστιανισµού καταρρίπτονται, αφού είτε στηρίζονται σε σαθρά δεδοµένα είτε στη λογική τους ανάλυση.
Κρίνοντας όχι τόσο από την ποιότητά τους όσο από τη συχνότητα της χρήσης τους, τα «βασικά» επιχειρήµατα για την ιστορικότητα είναι του τύπου: «Οι αδελφοί του είναι στις επιστολές» (που µόλις προανέφερα), «οι Εβραίοι δεν θα επινοούσαν ποτέ έναν εσταυρωµένο σωτήρα» (ναι, θα επινοούσαν και µάλιστα το έκαναν: οι Ταλµουδιστές Ιουδαίοι κήρυξαν µετά τον Χριστιανισµό µια διδασκαλία για ένα µεσσία που πεθαίνει και οι συγγραφείς του βιβλίου του ∆ανιήλ φαντάστηκαν έναν τέτοιο µεσσία πριν από την έλευση του Χριστιανισµού). Επίσης συναντάµε το επιχείρηµα που υποστηρίζει πως «µπορούµε να αποδείξουµε ότι κάποιες προτάσεις που αφορούν τον Ιησού στα Ευαγγέλια είναι αληθινές» (κάτι που φυσικά δεν ισχύει µε κανένα λογικό ισχύον µέσον, όπως τεκµηριώνω στο πέµπτο κεφάλαιο του βιβλίου µου «Proving History»), το επιχείρηµα «υπάρχουν πολλές εξωβιβλικές πηγές που µαρτυρούν την ύπαρξη του Ιησού» (δεν υπάρχουν), και το σχετικό επιχείρηµα του «έχουµε περισσότερες αποδείξεις για την ύπαρξη του Ιησού απ’ ό,τι έχουµε για τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Ιούλιο Καίσαρα, τον Καίσαρα Αύγουστο, τον Καίσαρα Τιβέριο ή τον Σωκράτη» (κάτι που δεν ισχύει: έχουµε απείρως περισσότερες και καλύτερες αποδείξεις για την ύπαρξη όλων αυτών των προσωπικοτήτων από ό,τι για τον Ιησού· και, παραδόξως, εφόσον κανείς από αυτούς τους άντρες δεν λατρευόταν ως ουράνια σωτήρια θεότητα που επικοινωνεί µε τους Αποστόλους του µέσω Αποκαλύψεως, κάτι που είναι το µοναδικό χαρακτηριστικό γνώρισµα του Ιησού στις επιστολές του Παύλου, φαίνεται να είναι ο κύριος λόγος να υποψιαζόµαστε ότι ο Ιησούς ενδέχεται να µην υπήρξε).
Υπάρχουν τόσες πολλές διαφορετικές «µυθικιστικές» θεωρίες και τόσα πολλά επιχειρήµατα για αυτές (µε σοβαρή ή λιγότερο σοβαρή τεκµηρίωση), που µπορούν να δώσουν σηµαντικές απαντήσεις στο ζήτηµα. Κατά τη γνώµη µου, η µόνη βάσιµη θεωρία του µύθου του Ιησού είναι αυτή που ονοµάζω η άποψη Doherty (διότι διατυπώθηκε είτε πρώτη ή πιο πειστικά και κατανοητά από τον Καναδό Earl Dohery).
Οι κατά κόρον βάσεις αυτής της υπόθεσης είναι: (1) ότι στις αυθεντικές του επιστολές ο Παύλος δεν φαίνεται να γνωρίζει τίποτα για τον ιστορικό Ιησού, αλλά µόνο για τον ουράνιο/πνευµατικό Ιησού, ο οποίος το µόνο που κάνει είναι να επικοινωνεί µε τους Αποστόλους του µέσω της Αποκάλυψης και των Γραφών· (2) ότι τα Ευαγγέλια είναι εξ ολοκλήρου µυθικά (µη ιστορικά κείµενα) και τίποτα το αξιόπιστο δεν µπορεί να εξαχθεί από αυτά· (3) ότι όλοι οι υπόλοιποι ισχυρισµοί για τον ιστορικό Ιησού που έχουν αποτυπωθεί σε αυτά τα Ευαγγέλια είναι προφανείς φαντασιώσεις (π.χ. οι ιστορίες της νηπιακής ηλικίας του Ιησού ή το γράµµα του στο βασιλιά Αβγαρο κ.ά.)· και (4) ότι κάθε ουσιώδες στοιχείο της εναλλακτικής άποψης του Doherty για την εξέλιξη της ιστορίας του µυθικού Ιησού επιβεβαιώνεται επαρκώς από τις αποδείξεις που παραθέτει και εκµεταλλεύεται τα υπάρχοντα δεδοµένα καλύτερα από κάθε άλλη θεωρία που υποστηρίζει την ιστορικότητα του Ιησού. Με λίγα λόγια, η θεωρία του βγάζει περισσότερο νόηµα.

Αυτό που µπορούµε να πούµε µε σιγουριά (ή περίπου µε σιγουριά) είναι ότι ο Ιησούς πιθανότατα ξεκίνησε ως µια πνευµατική µεσσιανική θεότητα

Ποια είναι εν συντοµία η άποψή σας για την προέλευση του µύθου του Ιησού; Πού µπορούν να ανιχνευθούν οι απαρχές των ιστοριών που σχετίζονται µε τον ιδρυτή του Χριστιανισµού;
Υπάρχουν πολλοί πιθανοί τρόποι να αναπτύχθηκαν και να εξελίχθηκαν αυτοί οι µύθοι. Είναι λανθασµένη η λογική τού να επιµένουµε ότι τα πάντα λειτούργησαν έχοντας ως βάση τους µια συγκεκριµένη «πηγή», εφόσον δεν έχουµε επαρκή στοιχεία για τη χρονική περίοδο στη οποία υποτίθεται πως εµφανίστηκε ο Ιησούς. Μεταξύ της ζωής του Παύλου και του δεύτερου αιώνα, ουσιαστικά δεν έχουµε καµία πληροφορία αναφορικά µε τη δράση της χριστιανικής Εκκλησίας. Αυτός είναι µισός αιώνας πληροφοριακού µπλακ άουτ. Ωστόσο, σε αυτόν ακριβώς το µισό αιώνα είναι που εφευρέθηκε ο ιστορικός Ιησούς των Ευαγγελίων. ∆εν γνωρίζουµε γιατί και από ποιον. Μπορούµε να κάνουµε µόνο υποθέσεις χρησιµοποιώντας τις πιθανότητες.
Αυτό που µπορούµε να πούµε µε σιγουριά (ή περίπου µε σιγουριά) είναι ότι ο Ιησούς πιθανότατα ξεκίνησε ως µια πνευµατική µεσσιανική θεότητα που ενσαρκώθηκε, πέθανε και αναστήθηκε σε µια υπερφυσική ουράνια σφαίρα, όπως έκαναν και άλλοι σωτήρες θεοί (παρόµοιες είναι οι περιπτώσεις του Οσιρι και της Ινάννα. Η διαφορά µε την τελευταία -θεά των Σουµερίων- είναι ότι πέθανε και αναστήθηκε µέσα σε µία υπερφυσική σφαίρα που βρισκόταν «κάτω» και όχι «πάνω» απ’ τη Γη. Πρόκειται για µια διαφοροποίηση που προέκυψε εν τω µεταξύ µε την ανακάλυψη της σφαιρικότητας της Γης). Στη συνέχεια ο Ιησούς τοποθετήθηκε -όπως άλλοι θεοί και ηµίθεοι κατά το παρελθόν- στην ιστορική πραγµατικότητα, σε κατασκευασµένες διηγήσεις που συµβόλιζαν τις κοσµικές τους πράξεις και διδασκαλίες (και πάλι ο Οσιρις είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγµα).
Οι ιστορίες και τα ρητά που συνθέτουν αυτές τις κατασκευασµένες διηγήσεις (τα Ευαγγέλια – τα κανονικά Ευαγγέλια που δεν είναι περισσότερο αξιόπιστα και αληθή από τα δεκάδες απόκρυφα Ευαγγέλια) προήλθαν από πολλές πηγές όπως: τις φαντασιώσεις των ίδιων των συγγραφέων τους, ρητά και αναφορές εξ αποκαλύψεως ή επανανακαλυφθέντα στις Γραφές, αλλά και λόγους Αποστόλων και άλλων µεταγενέστερων χριστιανών ηγετών που είχαν επηρεαστεί βαθύτατα από τη διδασκαλία του Ιησού. Επιπρόσθετα, πηγές αποτέλεσαν διδαχές αγίων, καθώς επίσης και ρήσεις αρχαίων φιλοσόφων και ηµίθεων που υιοθετήθηκαν και αφοµοιώθηκαν από το πρόσωπο του Ιησού.
Έπειτα συγκεκριμένες σέκτες άρχισαν να πιστεύουν αυτές τις διηγήσεις περισσότερο ως αληθινές παρά ως συµβολικές (πολύ πιθανόν για το «µακιαβελικό» λόγο ότι ήταν ευκολότερο να ελέγξουν µε αυτό τον τρόπο την εκκλησία των πιστών, όπως σηµειώνει ο Kurt Noll στην ανθολογία «Is This Not The Carpenter». Ωστόσο µπορούν να εντοπιστούν και άλλοι παράγοντες που ίσως έδρασαν συντονισµένα, όπως ακριβώς συνέβη µε την περίπτωση του UFO του Roswell που πήρε σταδιακά διαστάσεις και είναι απορίας άξιον γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να την πιστεύουν, παρόλο που έχει κατ’ επανάληψη καταρριφθεί). Αυτές είναι οι σέκτες που υπερίσχυσαν κατά τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες και κλήθηκαν να επιλέξουν ποια κείµενα και ισχυρισµοί θα επιβίωναν έως τον Μεσαίωνα, διαµορφώνοντας την ιστορία που µαθαίνουµε σήµερα.

Η πιθανότητα να υπήρξε ο Ιησούς είναι σαφώς µικρότερη από µία στις τρεις και ακόµα πιο πιθανόν να είναι µικρότερη από µία στις δώδεκα χιλιάδες

Πρόσφατα κυκλοφορήσατε το νέο σας βιβλίο µε τίτλο «On the Historicity of Jesus». Μπορείτε να µας πείτε δυο λόγια για το περιεχόµενό του;
Στο πρώτο µέρος του βιβλίου παραθέτω τις δύο αντίπαλες θεωρίες που εξετάζω: την πιο αξιόπιστη θεωρία για την ιστορικότητα του Ιησού και την πιο αξιόπιστη θεωρία για τον Μύθο του Ιησού. Καθεµιά από αυτές τις περιπτώσεις αντανακλά την απλούστερη και περισσότερο συνοπτική εκδοχή. Επίσης εξηγώ τα υπέρ και τα κατά των θεωριών αυτών.
Το δεύτερο µέρος του βιβλίου εστιάζει σε όλο το απαραίτητο γνωσιακό backround που οφείλει να έχει κάποιος που ασχολείται µε το ζήτηµα. Τα δεδοµένα αυτά χωρίζονται σε 48 σηµεία για τα οποία παρατίθενται όλα τα δεδοµένα και οι πρωταρχικές τους πηγές. Πρόκειται για αξιώµατα που όλοι οι ιστορικοί, ασχέτως αν υποστηρίζουν την ιστορικότητα ή το µύθο του Ιησού, θα πρέπει να δεχτούν ως αναµφισβήτητα γεγονότα. Ωστόσο, συναντώ κατά καιρούς καλά καταρτισµένους ακαδηµαϊκούς που δεν τα γνωρίζουν ή ακόµα και τα αρνούνται, χωρίς να έχουν δει τις αποδείξεις και τη µεθοδολογία. Ετσι, αφιερώνω το τρίτο µέρος του βιβλίου µου σε αυτό το θέµα.
Το τρίτο και τελευταίο µέρος του βιβλίου µου, λοιπόν, ερευνά τις αποδείξεις και συγκρίνει τις δύο υποθέσεις, ώστε να καταλήξουµε στο ποια από αυτές θα µπορούσε να ταιριάξει καλύτερα µε τα υπάρχοντα δεδοµένα (δηλαδή ποια θεωρία κάνει πιο πειστικές τις αποδείξεις από την άλλη). Το κοµµάτι αυτό του βιβλίου περιλαµβάνει κεφάλαια που αφορούν στοιχεία από όλα τα σχετικά εξωβιβλικά δεδοµένα, τις Πράξεις, τα κανονικά Ευαγγέλια και τις Επιστολές. Ο αναγνώστης θα βρει επίσης κι ένα κεφάλαιο στο οποίο απαντώ στην ερώτηση «Ποια είναι η πρωταρχική υπόθεση µε την οποία θα έπρεπε να ξεκινήσουµε την αναζήτησή µας και γιατί;». Στη συνέχεια καταλήγω σε ένα συµπέρασµα που δένει όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία και καταδεικνύει µια λογική σχέση µεταξύ των συλλογισµών µου και του συµπεράσµατός µου.
Στο τέλος αποδεικνύω ότι η πιθανότητα να υπήρξε ο Ιησούς είναι σαφώς µικρότερη από µία στις τρεις και ακόµα πιο πιθανόν να είναι µικρότερη από µία στις δώδεκα χιλιάδες. ∆είχνω το πώς δηµιουργώ αυτές τις πιθανότητες και πώς ο αναγνώστης µπορεί να εισαγάγει τις δικές του εκτιµήσεις σε κάθε στάδιο ώστε να οδηγηθεί στη δική του συµπερασµατική πιθανότητα.

Έχετε επίσης ανακοινώσει ότι το συγκεκριµένο βιβλίο αποτελεί την πρώτη µελέτη για τον Μυθικισµό που εκδίδεται από έναν πανεπιστηµιακό εκδοτικό οίκο (συγκεκριµένα από το Sheffield-Phoenix) τα τελευταία πενήντα χρόνια. Τι έχει αλλάξει µετά από τόσα χρόνια και τι σηµαίνει αυτό για το µέλλον του µυθικιστικού κινήµατος;
Δεν ξέρω αν έχει αλλάξει κάτι στον τοµέα. Το µόνο που µπόρεσα να αντιληφθώ µέχρι να ασχοληθώ µε το συγκεκριµένο ζήτηµα είναι πως κανείς από όσους διέθεταν την κατάλληλη κατάρτιση (π.χ. διδακτορικό τίτλο σπουδών στην Αρχαία Ιστορία, την Καινή ∆ιαθήκη ή τον πρώιµο Χριστιανισµό) δεν πρότεινε ως τώρα µια «απόλυτη άποψη» για τη θεωρία του Μυθικισµού του Ιησού, χρησιµοποιώντας τα υπάρχοντα δεδοµένα που χαρακτηρίζουν τα βασικά στάνταρντ της ακαδηµαϊκής έρευνας κι έπειτα να την καταθέσει για µια αληθινή αξιολόγηση (κάτι που προσωπικά έκανα πριν καταθέσω το χειρόγραφο στον εκδότη). Αυτό µε ώθησε ώστε να προετοιµάσω προσεκτικά κάθε επιχείρηµά µου, γεγονός που σχεδόν εκµηδένισε κάθε περιθώριο αµφισβήτησης της συλλογιστικής που ακολούθησα. Ετσι καταλήγουµε σε ένα βιβλίο που κανείς ειλικρινής ακαδηµαϊκός εκδοτικός οίκος δεν θα µπορούσε να απορρίψει (σε διαφορετική περίπτωση θα φαινόταν αντιεπιστηµονικός και δογµατικός).
Πιθανότατα συνέβησαν και άλλα πράγµατα που έκαναν τους εκδότες και τους αξιολογητές των συγγραφικών έργων να δεχτούν ευκολότερα αυτά τα θέµατα από ό,τι στο παρελθόν. Για παράδειγµα, η αποδοχή του συµπεράσµατος ότι οι πατριάρχες της Παλαιάς ∆ιαθήκης ήταν σχεδόν όλοι µυθικοί χαρακτήρες αποτέλεσε το αποτέλεσµα µιας µάχης που δόθηκε σχετικά πρόσφατα, τη δεκαετία του ‘70. Υποψιάζοµαι ότι η πρόοδος στο θέµα της ιστορικότητας του Ιησού δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τις µάχες που κερδήθηκαν τα προηγούµενα χρόνια, καθιστώντας την υπόθεση «Μυθικισµός» περισσότερο mainstream. Ωστόσο, θεωρώ ότι το να λάβει κανείς σοβαρά υπόψη του την αξιολόγηση των επιχειρηµάτων του, έτσι ώστε να εξελίξει την υπόθεσή του σε σοβαρό σκοπό, είναι το πρώτο και το πιο απαραίτητο βήµα.

Οι ιστορίες των Ευαγγελίων θα αντιµετωπιστούν ως µύθοι και όχι ως θολά νερά από τα οποία εξάγουµε τα στοιχεία για τον «αληθινό» (σ.σ.: ιστορικό) Ιησού

Πώς βλέπετε να εξελίσσεται ο Μυθικισµός τις επόµενες δεκαετίες; Τι κατεύθυνση θεωρείτε πως θα πάρει η µελέτη της ιστορικότητας του Ιησού; Υπάρχουν εκκρεµή ζητήµατα που δεν έχουν εξεταστεί ή χρήζουν περαιτέρω µελέτης;
Είμαι σίγουρος ότι στο µέλλον θα εκπλαγούµε µε τις κατευθύνσεις που µπορεί να πάρει η συγκεκριµένη έρευνα. Κατ’ αρχάς θα µπορούσε να δηµιουργηθεί µια µυθικιστική πλατφόρµα σκέψης που θα απολάµβανε µεγαλύτερο σεβασµό και αποδοχή σε παγκόσµιο επίπεδο. Ωστόσο, λαµβάνοντας υπ’ όψιν ότι η µινιµαλιστική θεωρία µου για το µύθο του Ιησού (που ουσιαστικά αποτελεί µια προσαρµοσµένη εκδοχή της θέσης του Doherty) χαρακτηρίζεται σήµερα από την ακαδηµαϊκή κοινότητα τουλάχιστον ως πιθανή, τότε η πιθανότερη εξέλιξη σε αυτού του είδους την έρευνα στο µέλλον θα µείνει µακριά από την προσπάθεια να επινοηθούν θεωρίες διηγήσεων σχετικά µε τον ιστορικό Ιησού. Αντιθέτως, πρόκειται να εξεταστούν στενότερα οι κοινωνιολογικές συνθήκες της εξέλιξης του Χριστιανισµού συνολικά και η προσεκτικότερη ανάλυση της ερµηνείας και προέλευσης των χωρίων της Καινής ∆ιαθήκης (και της λογοτεχνίας του πρώιµου Χριστιανισµού την ίδια περίοδο).
Οι ιστορίες των Ευαγγελίων θα αντιµετωπιστούν ως µύθοι (των οποίων η υποκρυπτόµενη σηµασία αποτελεί το αληθινό νόηµα) και όχι ως θολά νερά από τα οποία εξάγουµε τα στοιχεία για τον «αληθινό» (σ.σ.: ιστορικό) Ιησού. Οι Επιστολές του Παύλου θα επανερµηνευτούν πλήρως και θα ιδωθούν υπό νέα σκοπιά. Επιπρόσθετα θεωρώ ότι οι Επιστολές του Ιακώβου και η Α’ Πέτρου ενδεχοµένως να αρχίσουν να εξετάζονται και πάλι ως αυθεντικές, πιθανότατα γραµµένες από Αποστόλους. Αυτές οι επιστολές ίσως αναλυθούν υπό το φως του γεγονότος ότι δεν αναφέρονται σε κάποιον ιστορικό Ιησού, µε την παραδοσιακή έννοια, αλλά σε ένα µεσσία-επαναστάτη που γνώρισαν µέσω των Γραφών και της Αποκάλυψης. Οι Επιστολές Α’ Κλήµη και προς Εβραίους θα αποτελέσουν οµοίως πολύ πιο σηµαντικά πεδία µελέτης και ανάλυσης από ό,τι µέχρι σήµερα.
Ένα πράγμα που επίσης προσδοκώ να γίνει είναι να µελετηθούν εκ νέου οι διάφορες εκδοχές της «Ανάληψης του Ησαΐα». Υπάρχουν πολλές διαφωνίες ανάµεσα στα χειρόγραφα και τις µεταφράσεις, ενώ υπάρχουν ψήγµατα του κειµένου, όχι µόνο στον Ιγνάτιο και άλλους χριστιανούς συγγραφείς του δευτέρου µεταχριστιανικού αιώνα, αλλά ακόµα και στις Επιστολές του Παύλου. Η σχέση µεταξύ αυτών των δεδοµένων χρήζει προσεκτικότερης µελέτης. Αντίστοιχα, περαιτέρω ερευνών χρήζουν και οι εναλλακτικές εκδοχές του, για να διαπιστωθεί ποια από αυτές πλησιάζει περισσότερο το πρωτότυπο κείµενο. Η αρχική (ανακατασκευασµένη) σύνταξη της «Ανάληψης του Ησαΐα» βρίσκεται εγγύτερα στη χριστιανική διδασκαλία από κάθε άλλο διασωθέν κείµενο. Η θεολογία του και η κατανόηση του Ιησού (µέσα από αυτό) είναι προγενέστερα από τη διαδικασία µυθοποίησής του στα Ευαγγέλια και βρίσκεται εγγύτερα στα όσα δίδασκε ο Παύλος στο εκκλησίασµά του από οτιδήποτε άλλο έχουµε στα χέρια µας. Το γεγονός αυτό το καθιστά ένα πολύ σηµαντικότερο κείµενο σε σχέση µε όσα µέχρι σήµερα πιστεύαµε.


Βιογραφικό: Ο Δρ. Richard Carrier είναι ιστορικός µε ειδίκευση στην ελληνορωµαϊκή φιλοσοφία και τις ρίζες του Χριστιανισµού. Κατέχει διδακτορικό τίτλο σπουδών στην Αρχαία Ιστορία από το Πανεπιστήµιο Columbia. Τα δηµοφιλέστερα συγγραφικά του έργα είναι το «On the historicity of Jesus» και το «Proving History: Bayes’s Theorem and the Quest for the Historical Jesus». Κάθε χρόνο πραγµατοποιεί δεκάδες σχετικές οµιλίες σε όλο τον κόσµο και παρουσιάζει άρθρα ανάλογου ενδιαφέροντος σε επιστηµονικά έντυπα. Παράλληλα αρθρογραφεί στην προσωπική του ιστοσελίδα www.richardcarrier.info.

Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

Η ασυμβατοτητα της θρησκειας με ΕΠΙΣΤΗΜΗ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΗ

Πώς Επιστήμη, Φιλοσοφία και Λογική απομυθοποιούν και ξεθεμελιώνουν τη Θρησκεία


Αρκετοί μεγάλοι επιστήμονες και φιλόσοφοι έχουν εκφράσει κατά καιρούς τις απόψεις τους περί συμβατότητας ή μη της Επιστήμης με τη Θρησκεία. 

Για παράδειγμα, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν είπε σε ένα συνέδριο το 1941 ότι «Επιστήμη χωρίς Θρησκεία είναι ανάπηρη, Θρησκεία χωρίς Επιστήμη είναι τυφλή». (1) 

Ένας φιλόσοφος, ο Φράνσις Μπέικον, είχε πει τον 17ο αιώνα το εξής εκπληκτικό: «(Η) εις βάθος Φιλοσοφία φέρνει το νου των ανθρώπων στη Θρησκεία».

Το θέμα μας στο παρόν άρθρο δεν είναι η εξακρίβωση των θρησκευτικών αντιλήψεων του Αϊνστάιν ή του Μπέικον, αλλά η ανάλυση των παραπάνω, ή παρόμοιων, ισχυρισμών από οποιονδήποτε και αν προβάλλονται. Θα εξετάσουμε το θέμα επιστημολογικά αντιπαραβάλλοντας τους παραπάνω ισχυρισμούς με δυο συγκεκριμένα παραδείγματα από το Χριστιανισμό και τον Ισλαμισμό σε συνάρτηση με το επιστημονικό και ορθολογικό τους περιεχόμενο. Θα κρατήσουμε την ανάλυση περισσότερο επί του συγκεκριμένου, και όχι του γενικού, για λόγους έκτασης του άρθρου, αλλά κι επειδή πιο γενικές εκτενείς αναλύσεις έχουν γίνει αλλού (2).

Η αξία των παραπάτω παραδειγμάτων έγκειται στο γεγονός ότι στο πρώτο οι δυο θρησκείες κάνουν «επιστημονικούς» ισχυρισμούς αντίθετους με έγκυρα αποτελέσματα της Επιστήμης, και στο δεύτερο κάνουν λογικά αντιφατικούς ισχυρισμούς, ισχυρισμούς δηλαδή αντίθετους στην λογική και τον ορθολογισμό.

Αντιεπιστημονικές αυθαιρεσίες της Θρησκείας

Είναι λοιπόν η Επιστήμη και η Θρησκεία δυο αλληλοεξαρτώμενα και αλληλοσυμπληρούμενα πεδία γνώσης, όπως κάποιοι υποστηρίζουν, ή είναι δύο πεδία γνώσης εντελώς διαφορετικά; Φυσικά, πολλοί θα μπορούσαν άνετα να αμφισβητήσουν αν κατ’ αρχήν η Θρησκεία αποτελεί, εμπεριέχει, ή παράγει γνώση, και άλλοι θα μπορούσαν πάλι να υποστηρίξουν ότι, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η Θρησκεία εμπεριέχει γνώση, τότε αυτή είναι σε πολλά σημεία αντίθετη με την Επιστήμη, και συνεπώς τα δυο πεδία γνώσης δεν είναι αλληλοσυμπληρούμενα, αλλά αλληλοαναιρούμενα. Επίσης η Επιστήμη έχει προωθηθεί πολύ περισσότερο από φιλελεύθερα/κοσμικά μυαλά, παρά από συντηρητικά/θρησκευτικά, και η Θρησκεία δέχεται σημαντικά κτυπήματα κάθε φορά που η Επιστήμη ανακαλύπτει κάτι νέο, οπότε ούτε και αλληλοεξαρτώμενα είναι τα δυο πεδία. Έκτος και αν κάποιος αντιλαμβάνεται ως «αρνητική» την όποια αλληλοεξάρτηση.

Παράδειγμα 1ο
Διαβάζουμε στην Αγiα Γραφή και στο Κοράνι αντίστοιχα τα εξής:

α. «Και τον λαγώον διότι αναμασσά μεν (την τροφή) πλην δεν είναι δίχηλος (στα πόδια) είναι ακάθαρτος εις εσάς.» («Λευιτικόν», 11:6).

β. «Δημιουργήθηκε (ο άνθρωπος) από νερό χυνόμενο έμπροσθεν, που προέρχεται από μεταξύ της ραχοκοκαλιάς και των πλευρών.» [Κοράνι, Σούρα 86:6-7 (3)].

Φυσικά και οι δύο παραπάνω ισχυρισμοί θεωρούνται αληθείς από τις αντίστοιχες θρησκείες, βάσει του ότι τα βιβλία από τα οποία προέρχονται οι ισχυρισμοί, θεωρούνται ως ο («αληθής») «Λόγος του Θεού». Προφανώς όμως, και οι δυο ισχυρισμοί είναι αναληθείς, αφού έρχονται σε αντίθεση με αληθή επιστημονικά γεγονότα από τη Ζωολογία και την Εμβρυολογία αντίστοιχα.
Ο λαγός σαφέστατα δεν είναι μηρυκαστικό, όπως υποστηρίζεται στην Αγία Γραφή, ούτε το ανδρικό σπέρμα προέρχεται από κάπου μεταξύ της ραχοκοκαλιάς και των πλευρών (νεφρά;), όπως υποστηρίζεται στο Κοράνι, αλλά από τους όρχεις (4). Επίσης, φιλοσοφικά μιλώντας, και βάσει των ανωτέρω, φαίνεται ότι οι παραπάνω θρησκείες δεν συμβαδίζουν ούτε με επιστημολογικές θεωρίες όπως ο Εμπειρισμός και η Θεωρία της Αντιστοιχίας. Η πρώτη υποστηρίζει ότι η γνώση αποκτάται από τις αισθήσεις, ενώ η δεύτερη λέει πως γνώση είναι ό,τι αντιστοιχεί στα γεγονότα.


Φιλόσοφος (φίλος + σοφία) είναι αυτός, που αγαπά τη σοφία, τη γνώση. Πρώτος χρησιμοποίησε τη λέξη ο Πυθαγόρας, ο οποίος αυτοαποκαλούνταν φιλόσοφος, δηλαδή εραστής της σοφίας και όχι σοφός. (Στην εικόνα «Η Φιλοσοφία» του Ραφαήλ – 16ος αιώνας.)
Η Φιλοσοφία γεννήθηκε ως έννοια, όταν αμφισβητήθηκε και αποδυναμώθηκε η Θρησκεία. Στην πραγματική της έκφραση αποτέλεσε την έλλογη και φυσική θεώρηση της πραγματικότητας, όταν οι υπερφυσικοί, εξωφυσικοί και μεταφυσικοί τρόποι σκέψης, που χαρακτήριζαν τον πνευματικά ανεξέλικτο άνθρωπο, αποδείχτηκαν ανεπαρκείς και αναξιόπιστοι.
H θρησκευτική «γνώση»

Εδώ κάποιος θα μπορούσε να πει ότι και η γνώση από τα (καθαρά) Μαθηματικά δεν συμβαδίζει με τις παραπάνω επιστημολογικές θεωρίες, όμως είναι αποδεκτή. Σωστά, το θέμα όμως είναι ότι η μαθηματική γνώση βασίζεται στην επιστημολογική θεωρία του Ρασιοναλισμού (Ορθολογισμού), με την οποία οι δύο θρησκείες, όπως θα δούμε παρακάτω στο επόμενο Παράδειγμα, έρχονται σε αντίθεση. Όταν δηλαδή μια Θρησκεία έρχεται σε αντίθεση με το τι καταλαβαίνει η Επιστήμη ως γνώση και με το τι καταλαβαίνει η λογική ως γνώση, είναι να απορεί κανείς το τι μένει να αποκαλέσουμε «θρησκευτική γνώση» (5).

Μια καλή άσκηση, στο σημείο αυτό, θα ήταν πιθανόν η ακόλουθη: Αντιπαραβάλετε τους παραπάνω στίχους από την Αγία Γραφή και το Κοράνι με τα λόγια του Αϊνστάιν («Επιστήμη χωρίς Θρησκεία είναι ανάπηρη, Θρησκεία χωρίς Επιστήμη είναι τυφλή»), και σχολιάστε εάν κατά την γνώμη σας ο ισχυρισμός του Αϊνστάιν, ιδίως το πρώτο σκέλος, έχει βάση ή όχι. Μπορεί άραγε να υπάρξει γνήσια ή ωφέλιμη συνεργασία μεταξύ Θρησκείας και Επιστήμης; Μήπως κατά την άποψή σας η Επιστήμη απομυθοποιεί και ξεθεμελιώνει τη θρησκεία και συνεπώς απειλεί η πρώτη τη δεύτερη; Πιστεύετε ότι οι στίχοι του Παραδείγματος 1 είναι ικανοί να διαχωρίσουν τουλάχιστον τα θέματα Θρησκείας και Θεού;


«Και είπεν ο όφις προς την γυναίκα τω όντι είπεν ο Θεός μή φάγητε από παντός δένδρου του Παραδείσου. Και είπεν η γυνή προς τον όφιν…».
Στη Βίβλο («Γένεσις», 3:1-5) περιγράφονται πράγματα, που αντιστρατεύονται πλήρως τη λογική: η συνομιλία μιας γυναίκας (Εύας) με ένα φίδι για παράδειγμα, η οποία -σημειωτέον- είναι βασικότατη για τη Χριστιανική Θρησκεία, γιατί από τη συνομιλία αυτή προέκυψε το προπατορικό αμάρτημα, η πτώση του ανθρώπου από τον Παράδεισο, η έλευση του γιου του Θεού στη Γη, η σταύρωση, η ανάσταση κ.τ.λ.. Αναρίθμητοι παραλογισμοί υπάρχουν όχι μόνο μέσα στην Αγία Γραφή, αλλά και στα ιερά κείμενα όλων των θρησκειών.

Η Θρησκεία αντιστρατεύεται τη Λογική

Παράδειγμα 2ο

Τι γίνεται όμως με το «ορθολογικό» περιεχόμενο των επιστημολογικών ισχυρισμών της Θρησκείας; Διαβάζουμε επίσης στην Αγiα Γραφή και στο Κοράνι αντίστοιχα τα ακόλουθα:

α. «Παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις όρος πολύ υψηλόν και δεικνύει εις αυτόν πάντα τα βασίλεια του κόσμου και την δόξαν αυτών.» («Κατά Ματθαίον», 4:8).

β. «Ω Μοχάμεντ, πες (σε αυτούς): “Όλα από τον Αλλάχ έρχονται”… Ω άνθρωπε. Ό,τι καλό σου συμβεί προέρχεται από τον Αλλάχ. Και ό,τι κακό σου συμβεί προέρχεται από εσένα τον ίδιο.» (Κοράνι, Σούρα 4:78-79).

Ξανά και οι δυο ισχυρισμοί παραπάνω θεωρούνται αληθείς από τις αντίστοιχες θρησκείες, βάσει του ότι τα βιβλία, από τα οποία προέρχονται οι ισχυρισμοί, θεωρούνται ως ο («αληθής») «Λόγος του Θεού». Προφανώς όμως, και οι δυο ισχυρισμοί έρχονται σε αντίθεση με βασικούς κανόνες της Λογικής. 

Για παράδειγμα, όσο ψηλό κι αν είναι το όρος, είναι λογικά αδύνατο να δει κανείς βασίλεια που υπάρχουν σε αντιδιαμετρικό σημείο της (σφαιρικής) Γης. 

Κάποιος θα μπορούσε, φυσικά, να μπει στον πειρασμό και να προσπαθήσει να υπερασπιστεί τον ισχυρισμό ως εξής: Ο ισχυρισμός δεν είναι κατ’ ανάγκη αντίθετος στη Λογική, αν δεχτεί κανείς ότι η Γη είναι επίπεδη (και όχι σφαιρική), γεγονός που πιθανότατα είναι συμβατό και με τις αντιλήψεις της τότε εποχής, κ.λπ.. (Βλ. “Στήτω ο Ήλιος κατά Γαβαών”: Η ιεροποίηση της επιπεδότητας της Γης στο Χριστιανισμό). 

Όμως, ακόμη κι αν πράγματι πίστευαν ότι η Γη είναι επίπεδη, και εάν αυτό έσωζε τον ισχυρισμό από το να θεωρηθεί αντίθετος στη Λογική (6), δυστυχώς για τους θρησκευόμενους ο ισχυρισμός δεν θα απέφευγε το να θεωρηθεί σήμερα αντιεπιστημονικός.

Στον ισχυρισμό του Κορανίου έχουμε καθαρά μια παραβίαση ενός από τους βασικούς νόμους της Λογικής. Συγκεκριμένα, του Νόμου της Απόκλισης του Τρίτου, που λέει ότι (μόνο) μία από τις προτάσεις P ή -P (=η άρνηση της P) μπορεί να είναι αληθής (7).


O άγιος Θωμάς Ακινάτης υπέτασσε τον Ορθό λόγο στην πίστη. Όταν ο φιλόσοφος προσκρούει σε αντινομίας, πρέπει –σύμφωνα με τη διδασκαλία του- να υποτάσσεται ως πιστός στα χριστιανικά δόγματα. Με αυτό το σκεπτικό στο βιβλίο του “Summa Theologiae” (Σύστημα θεολογίας) επιχείρησε να παραχαράξει το φιλοσοφικό έργο του Αριστοτέλη.
Στον “Θρίαμβο του Θωμά Ακινάτη” (Benozzo Gozzoli, 1471, Μουσείο Λούβρου) εικονίζεται ο άγιος συμπαραστεκόμενος από δύο άθλιες μορφές, που παριστάνουν τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, ενώ στα πόδια του είναι πεσμένος ο Αβερρόης (Ισπανοάραβας φιλόσοφος του 12ου αιώνα). Στο επάνω μέρος φαίνεται ο Γιαχβέ με διάφορες βιβλικές μορφές γύρω του.

Φυσικά, σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες, όπως η Κβαντομηχανική, φαίνεται ότι παραβιάζουν τον Νόμο Απόκλισης του Τρίτου, αφού αποδέχονται προτάσεις όπως Ρ = «το φωτόνιο συμπεριφέρεται σαν σωματίδιο» και -Ρ = «το φωτόνιο συμπεριφέρεται σαν κύμα (όχι σωματίδιο)» ως αληθείς, κ.λπ..

Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι και όλες οι προτάσεις που εκφράζει κανείς έχουν τέτοια ιδιομορφία.

Η υπό ανάλυση πρόταση του Κορανίου Q = «όλα προέρχονται από τον Αλλάχ» (συμπεριλαμβανόμενων και των «κακών») δεν είναι τέτοιας ιδιομορφίας, αφού είναι μέρος του (μη αναθεωρήσιμου) ορισμού του Αλλάχ («ως ποιητή των πάντων»), ότι όλα προέρχονται από αυτόν.

Επομένως, η -Q = «όχι όλα προέρχονται από τον Αλλάχ» (δηλαδή «κάποια» δεν προέρχονται από τον Αλλάχ) δεν μπορεί παρά να είναι λανθασμένη.

Δεν είναι δηλαδή ο Αλλάχ όπως το φωτόνιο, το οποίο έχει ταυτοχρόνως δυο ιδιότητες (αλλά και ορισμό, που επιδέχεται αναθεώρηση), αλλά είναι κάποιος με (μη αναθεωρήσιμο) ορισμό και με μια ιδιότητα («ποιητής των πάντων»), η οποία εξαίρει την άρνησή της.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι, στον παραπάνω ισχυρισμό, το Κοράνι δέχεται και την άρνηση της Q.

Όπως προηγουμένως, μια άλλη καλή άσκηση στο σημείο αυτό θα ήταν πιθανόν η ακόλουθη: Ο φιλόσοφος Φράνσις Μπέικον τον 17ο αιώνα είχε πει το εξής: «Είναι αλήθεια ότι λίγη Φιλοσοφία στρέφει τον ανθρώπινο νου στον αθεϊσμό, όμως η εις βάθος φιλοσοφία φέρνει το νου των ανθρώπων στη Θρησκεία». (8)

Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι η Λογική αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Φιλοσοφίας, αντιπαραβάλετε τους στίχους του Παραδείγματος 2 (από την Αγία Γραφή και το Κοράνι) με τα παραπάνω λόγια του Μπέικον και σχολιάστε εάν κατά την γνώμη σας ο ισχυρισμός του έχει βάση ή όχι.

Μπορεί άραγε να υπάρξει γνήσια ή ωφέλιμη συνεργασία μεταξύ Θρησκείας και Φιλοσοφίας; Μήπως κατά την άποψή σας η Φιλοσοφία απομυθοποιεί και ξεθεμελιώνει τη Θρησκεία, και συνεπώς απειλεί η πρώτη την δεύτερη; Πιστεύετε, κατά την γνώμη σας, ότι οι στίχοι του Παραδείγματος 2 είναι ικανοί να διαχωρίσουν, τουλάχιστον, τα θέματα Θρησκείας και Θεού;
* * *
Μια συνηθισμένη ψευδο-υπεράσπιση της θρησκείας και της δήθεν «γνώσης» που η τελευταία εμπεριέχει εν παρουσία των παραπάνω παραδειγμάτων, είναι η παρότρυνση ή η απαίτηση από τον πιστό να γίνουν οι στίχοι κατανοητοί ή δεκτοί αλληγορικά κ.λπ..

Όμως, μια τέτοια αντιμετώπιση (μέθοδος) είναι εξ ορισμού μη επιστημονική και αντι-επιστημονική, αφού παράγει μια υποκειμενική κατανόηση και καταγραφή των υποψήφιων γνωστικών γεγονότων, διδαγμάτων, κ.λπ., και όχι μια αντικειμενική αντιμετώπιση, όπως απαιτεί η Επιστήμη και η Λογική.

Οπότε Θρησκεία και Επιστήμη (και Λογική) δεν συμβαδίζουν και ως μέθοδος.

Φυσικά, οι περισσότεροι πιστοί επιμένουν στη μη αλληγορική κατανόηση των στίχων και πιστεύουν ότι οι στίχοι, διδαχές, κ.λπ., από τη Βίβλο ή το Κοράνι αποτελούν γεγονότα και αληθή γνώση, που δυστυχώς γι’ αυτούς όμως, κάθε άλλο παρά αληθή γνώση αποτελούν, αφού αντιτίθενται σε αληθή επιστημονικά γεγονότα ή λογικούς κανόνες. Είναι δηλαδή και de facto η ασυμβατότητα της Θρησκείας με την Επιστήμη και τη Λογική.


Μπορεί ορισμένοι επιστήμονες για πολλούς και διάφορους λόγους να μην κατάφεραν να αποδεσμευτούν πλήρως από τα θρησκευτικά δεσμά τους, το έργο όμως που άφησαν πίσω τους δεν έχει σχέση με το μεταφυσικό, αλλά με το ορθολογικό κομμάτι της προσωπικότητάς τους. Ο Ισαάκ Νεύτων, για παράδειγμα, είχε ανατραφεί ως Αγγλικανός στο σχολακιστικό περιβάλλον του Καίμπριτζ κι ήταν εκ πεποιθήσεως θρησκευόμενος. Αυτό που κληρονομήσαμε από αυτόν όμως, αυτό που έμεινε και αξίζει δεν είναι το πώς αντιλαμβανόταν το Θεό, πώς άναβε τα καντήλια, για να τον λατρέψει κ.τ.λ, αλλά η διατύπωση της Θεωρίας της Παγκόσμιας Έλξης και το υπόλοιπο επιστημονικό του έργο.
Όσον αφορά τη δήθεν συμβατότητα Θρησκείας και Φιλοσοφίας, γενικότερα, πέραν του ότι το σχήμα «Θρησκεία – Φιλοσοφία» (από τους ορισμούς και μόνο) αποτελεί ένα οξύμωρο σχήμα, και εδώ έχουμε τρομερές διαφορές στις αποδεκτές μεθόδους παραγωγής γνώσης, τις αρχές που διέπουν τα δύο πεδία ως προς τη συλλογιστική και συμπερασματολογία, τις επιστημολογικές αναλύσεις και προσεγγίσεις κ.λπ., γεγονός που κάνει τα δυο πεδία εντελώς ασύμβατα.

Μα τότε πώς θα μπορούσε κάποιος να εξηγήσει το γεγονός ότι πολλοί επιστήμονες και φιλόσοφοι υπήρξαν και βαθιά θρησκευόμενοι; Με το επίσης γεγονός ότι οι περισσότεροι θρησκευόμενοι επιστήμονες, για παράδειγμα, δεν αναμιγνύουν/διαχωρίζουν τη Θρησκεία τους (προσωπικό) με/από την Επιστήμη τους (επαγγελματικό), γεγονός που ενισχύει το επιχείρημά μας ότι η Θρησκεία και η Επιστήμη δεν είναι συμβατά πεδία.

Όσον αφορά τώρα μια μειονότητα, για παράδειγμα, επιστημόνων, που αναμιγνύουν Θρησκεία και Επιστήμη, αυτοί γελοιοποιούνται από μόνοι τους φιλοσοφικά, αφού υποπίπτουν συνήθως, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, σε διαφορά λογικά ή επιστημολογικά σφάλματα. (9)

Σημειώσεις
(1) «Science and Religion», A. Einstein, in Science, Philosophy and Religion, A Symposium (The Conference on Science, Philosophy and Religion in Their Relation to the Democratic Way of Life, Inc., New York, 1941).
(2) B. Russell, Religion and Science, Κεφ.1, Oxford Univ. Press, 1997. Δες επίσης P. Kurtz’s Science and Religion, Κεφ.3, Prometheus Books, 2003. Το πρώτο αποτελεί μια κλασσική, αλλά και ευανάγνωστη, σύγκριση Θρησκείας και Επιστήμης, και το δεύτερο είναι μια εξαίσια συλλογή άρθρων από σύγχρονους επώνυμους επιστήμονες και φιλοσόφους περί της μη συμβατότητας Θρησκείας και Επιστήμης.
(3) Ο μεταφραστής αναφέρει «άντρα και γυναίκα», ενώ άλλοι μελετητές λένε «άντρας». Σε κάθε περίπτωση η κριτική εξακολουθεί να στέκει, αφού ακόμα και αν η γυναίκα προστεθεί στην εικόνα, πάλι υπάρχουν λάθη, αφού καμμία αναφορά δεν γίνεται στο ωάριο και τη συνεισφορά του στη δημιουργία του εμβρύου, κ.λπ..
(4) Φαίνεται εδώ ότι οι Μουσουλμάνοι έχουν περιπέσει στα ίδια λάθη περί Βιολογίας, με κάποιους σημαντικούς αρχαίους Έλληνες, όπως ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης (τους οποίους μάλλον θα είχαν αντιγράψει). [Βλ. Hippocratic Writings, p.317-320, ed. G.E.R. Lloyd, (transl. J. Chadwick), 1983) και Aristotle, Generation of Animals, 717b (transl. A.L. Peck, 1953).]
(5) Εισηγήσεις του τύπου: «Ο Χ γνωρίζει ότι το Υ είναι αληθές, επειδή ο Θεός το επιτάσσει» (παραλλαγές της Θεωρίας της Θείας Επιταγής) επιδέχονται τη δριμύτατη κριτική του Πλάτωνα («Ευθύφρων», βλ. Χριστιανικός θεός: Μια ψευδοπλατωνική γελοιογραφία).
(6) Άλλοι λογικά προβληματικοί ισχυρισμοί στην Αγία Γραφή υπάρχουν πολλοί. Για παράδειγμα: «Είπε τις αυτών προφήτης ίδιος αυτών οι Κρήτες είναι πάντοτε ψεύσται… Η μαρτυρία αύτη είναι αληθινή». (Επιστολή προς Τίτον, 1:12-13). Προφανώς, ο συγγραφέας του παραπάνω (ο «Άγιος» Παύλος), αδυνατεί να αναγνωρίσει ότι το παραπάνω αποτελεί παραλλαγή του περίφημου «Παράδοξου του Ψεύτη» (Επιμενίδης ο Κρητικός, 6ος αι. π.Χ.), μια πρόταση λογικά αναποφάσιστη (δηλαδή ούτε αληθή, ούτε ψευδή).
Για να ακριβολογούμε όμως, το παραπάνω «παράδοξο» δεν είναι ακριβώς παράδοξο, είναι απλώς μια λανθασμένη πρόταση. Κάποιος θα μπορούσε να την πει και παράλογη πρόταση, αφού πώς είναι δυνατόν οι κάτοικοι ενός τόπου να είναι όλοι, και πάντα, ψεύτες. Επίσης, αν και το παραπάνω συνήθως αποδίδεται στον Επιμενίδη, το πραγματικό παράδοξο του ψεύτη προέρχεται από τον Ευβουλίδη το Μιλήσιο, τον 4ο αι. π.Χ. Ο τελευταίος είπε: «Ένας άνθρωπος λέει ότι ψεύδεται. Είναι αυτό που λέει αληθές ή ψευδές;» Φυσικά, αν σκεφτεί κανείς, ότι ο «προφήτης» που αναφέρει ο Παύλος είναι ο Επιμενίδης, ο οποίος είναι και Κρητικός, τότε μπορεί να εξάγει κανείς από το παρακάτω επιχείρημα το έξης:
(α) Ο Επιμενίδης λέει ότι οι Κρητικοί πάντα ψεύδονται
(β) Ο Επιμενίδης είναι Κρητικός
(γ) Άρα ο Επιμενίδης πάντα ψεύδεται
(δ) Άρα ο Επιμενίδης λέει ότι πάντα ψεύδεται.
—————————————————
(ε) Άρα ο Επιμενίδης λέει ότι ψεύδεται.
Το τελευταίο συμπέρασμα, αν το πάρει κανείς από μόνο του, είναι στην ουσία το πραγματικό παράδοξο του Ευβουλίδη. Οπότε, ακόμη και αν κανείς αναγνωρίσει την πρόταση του Παύλου [που είναι η (α)] ως μη παράδοξη, εξάγεται εν τούτοις από αυτήν μια παράδοξη πρόταση [που είναι η (ε)].
(7) Ο νόμος αυτός, καθώς και άλλοι βασικοί νόμοι της Λογικής (όπως ο Νόμος της Αντίφασης και ο Νόμος της Ταυτότητας), διατυπώθηκαν αρχικά από τον θεμελιωτή της σύγχρονης Λογικής, τον Αριστοτέλη (Aristotle, Metaphysics, Book Γ, 7, p.107, (transl. H. L.Tancred), 1998. Βλ. Αριστοτέλεια «ανάλυση»: Η ασφαλής μέθοδος προσέγγισης της πραγματικότητας.) Οι νόμοι αυτοί έχουν και κάποιες αδυναμίες. Δεν είναι δηλαδή απαράβατοι. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε ήδη αναγνωρίσει μερικές αδυναμίες, συγκεκριμένα του Νόμου της Απόκλισης του Τρίτου σε σχέση με το πώς αυτός εφαρμόζεται σε προτάσεις που αφορούν το μέλλον, κ.λπ., στο βιβλίο του «Όργανον» («Περί Ερμηνείας», κεφ. 9). Ο νόμος όμως είναι σε πλήρη ισχύ στο παράδειγμα που αναφέραμε από το Κοράνι και εφαρμόζεται απόλυτα σε αυτό, οπότε οι συγκεκριμένες προτάσεις υπό ανάλυση, που αφορούν στον Αλλάχ, αφού έρχονται σε αντίθεση με το νόμο, είναι απορριπτέες.
(8) Φράνσις Μπέικον, Τα Δοκίμια, «Περί Αθεϊσμού», 1601.
(9) Όπως η περίπτωση του διάσημου γενετιστή, και κατά τ’ άλλα πολύ καλού επιστήμονα, F. Collins, που κατά την διάρκεια μιας συζήτησης (debate, που οργανώθηκε από το περιοδικό Times) το 2006 με έναν άλλον διάσημο βιολόγο, τον R. Dawkins, είπε και τα εξής: «Ο Θεός είναι έξω από τη φύση, και συνεπώς έξω από το χρόνο και το χώρο… Ο Θεός είναι η απάντηση σε όλες εκείνες τις ερωτήσεις του τύπου “πώς και έτσι έγινε;”» (Εννοεί εδώ ερωτήσεις που η Eπιστήμη δυσκολεύεται να απαντήσει, όπως: γιατί η βαρυτική σταθερά είναι όση είναι; Πώς δημιουργήθηκε η ζωή, και γιατί έτσι; κ.λπ.).
Αυτό που δεν μας είπε όμως ο Collins είναι πώς γνωρίζει ο ίδιος όλα αυτά που ισχυρίζεται. Ότι δηλαδή ο Θεός, για παράδειγμα, είναι «έξω από το χώρο και χρόνο». Εκτός του ότι σαν άνθρωποι δεν έχουμε καμμία γνωστική εμπειρία του κάτι έξω από το χρόνο και χώρο, κ.λπ., δεν απαιτείται επίσης από τον Collins να είναι τουλάχιστον παντογνώστης, όταν κάνει συγκεκριμένους ισχυρισμούς περί της φύσεως του Θεού;
Επίσης, είπε και το εξής: «Οπότε, το «Ξυράφι του Όκκαμ» (Occam’s Razor – Αρχή της Απλούστερης Εξήγησης) με ωθεί να πιστεύω στον Θεό (ως εξήγηση του Σύμπαντος) και όχι στα πολυσύμπαντα, που αποτελούν τέντωμα της φαντασίας». Αν είναι δυνατόν…! Καθαρή κατάχρηση της αρχής εδώ από τον Collins. Εκτός του ότι η θεωρία του Δημιουργισμού (με τον Θεό ως υπόθεση) δεν θα έπρεπε να θεωρείται καν ως ανταγωνίσιμη θεωρία εξήγησης του Σύμπαντος, ακόμα κι αν θεωρούνταν, σε καμμία περίπτωση δεν κάνει τις ίδιες επιστημονικές προβλέψεις (δεν κάνει και ούτε επιβεβαιώνεται πειραματικά) όπως η Κβαντομηχανική ή η Θεωρία των Χορδών/Μεμβρανών (ανεξάρτητα αν οι θεωρίες αυτές έχουν και τα προβλήματά τους). Και ούτε ο Δημιουργισμός κάνει λιγότερες, η απλούστερες, υποθέσεις εξήγησης.
Η σύγκριση, σύμφωνα με την αρχή, γίνεται μεταξύ λογικών θεωριών στο ποια είναι η απλούστερη, και όχι μεταξύ μιας παράλογης και αντιεπιστημονικής θεωρίας (έστω και απλής, που δεν είναι) και επιστημονικών, λογικών θεωριών, πολλά αποτελέσματα των οποίων έχουν ήδη επαληθευτεί.
Δρ. Μιχάλης Αριστείδου
Επικ. Καθηγητής, Τμήμα Μαθηματικών,
Barry University, Miami Shores,
Φλόριντα, Η.Π.Α.
15.10.2009